ζωεμπορία

ζωεμπορία
η
το ζωεμπόριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζωεμπορία — η [ζωέμπορος] το εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπορικός — ή, ό [ζωεμπορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή στον ζωέμπορο («ζωεμπορική πανήγυρη») …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπόριο — το [ζωέμπορος] εμπόριο ζώων, υποζυγίων ή σφαγίων, ζωεμπορία …   Dictionary of Greek

  • ζωεμπορικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωεμπορία ή το ζωέμπορο (βλ. λλ.): Ζωεμπορική πανήγυρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωεμπόριο — το το εμπόριο ζώων, η ζωεμπορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”